- παραλληλίζονται
- παραλληλίζομαιcheatpres ind mp 3rd plπαραλληλίζωplace side by sidepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λανάρισμα — Στάδιο επεξεργασίας του μαλλιού. Βλ. λ. νηματουργία. * * * το [λαναρίζω] (κλωστοϋφ.) μέθοδος κατεργασίας νημάτων κατά την οποία οι ίνες που τά αποτελούν διαχωρίζονται, καθαρίζονται και παραλληλίζονται μεταξύ τους … Dictionary of Greek
τερμίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι τερμίτες ζωολ. κοινή ονομασία τής τάξης ισοπτερα, πρωτόγονων κοινωνικών εντόμων με 1.900 κυτταρινοφάγα, κυρίως ξυλοφάγα, είδη, που αφθονούν στις θερμές περιοχές τής Γης και τα οποία, μολονότι δεν έχουν καμιά συγγένεια με… … Dictionary of Greek